1 παραποιεω
(μέτρα καὴ σταθμά Diod.; med. σφραγῖδα Thuc.)
ἐν τοῖς γελοίοις τὰ παραπεποιημένα Arst. — сочиненные для смеха пародии
Древнегреческо-русский словарь > παραποιεω